-
1 εμπόδιο(ν)
τό1) прям., перен. препятствие, помеха, барьер; преграда; затруднение, трудность;δρόμος μετ' εμπόδίων — бег (или скачки) с препятствиями;
πηδώ το εμπόδιο(ν) — взять барьер;
στέκομαι το εμπόδιο(ν) σε... — мешать, препятствовать чему-л.;
παρεμβάλλω εμπόδία — ставить преграды;
δημιουργώ εμπόδία — чинить препятствия;
υπερνικώ κάθε εμπόδιο(ν) — преодолеть любое препятствие;
ευρίσκομαι προ ανυπέρβλητων εμπόδίων — или βρίσκομαι μπρος σε αξεπέραστα εμπόδία — оказаться перед непреодолимыми препятствиями;
απομακρύνω τα εμπόδία — устранять помехи;
2) воен, препятствие;φυσικόν (τεχνητόν) εμπόδιο(ν) — естественное (искусственное) препятствие;
§ κάθε εμπόδιο(ν) γιά καλό — посл. нет худа без добр!
-
2 εμπόδιο(ν)
τό1) прям., перен. препятствие, помеха, барьер; преграда; затруднение, трудность;δρόμος μετ' εμπόδίων — бег (или скачки) с препятствиями;
πηδώ το εμπόδιο(ν) — взять барьер;
στέκομαι το εμπόδιο(ν) σε... — мешать, препятствовать чему-л.;
παρεμβάλλω εμπόδία — ставить преграды;
δημιουργώ εμπόδία — чинить препятствия;
υπερνικώ κάθε εμπόδιο(ν) — преодолеть любое препятствие;
ευρίσκομαι προ ανυπέρβλητων εμπόδίων — или βρίσκομαι μπρος σε αξεπέραστα εμπόδία — оказаться перед непреодолимыми препятствиями;
απομακρύνω τα εμπόδία — устранять помехи;
2) воен, препятствие;φυσικόν (τεχνητόν) εμπόδιο(ν) — естественное (искусственное) препятствие;
§ κάθε εμπόδιο(ν) γιά καλό — посл. нет худа без добр!
-
3 εμπόδιο
[эмбодио] ουσ. о. прерятствие, помеха,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμπόδιο
-
4 εμπόδιο
[эмбодио] ουσ ο прерятствие, помеха. -
5 εμπόδιο
пречкаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εμπόδιο
-
6 εμπόδιο
engel, (mec) sorun -
7 εμπόδιο
1) barrière2) obstacle -
8 εμπόδιο
1) bariera (f) rzecz.2) przeszkoda (f) rzecz.3) rogatka (f) rzecz.4) szlaban (m) rzecz.5) trudność (f) rzecz.6) zapora (f) rzecz.7) zawada (f) rzecz. -
9 εμπόδιο
1) bariéra2) hranice3) hrazení4) přehrada5) překážka -
10 εμπόδιο
1) barrier2) hindrance3) obstacleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εμπόδιο
-
11 beis
εμπόδιο, κώλυμα, πράβλημα -
12 engel
εμπόδιο, δυσκολία, κώλυμα -
13 obstacle
εμπόδιο -
14 zawada
εμπόδιο -
15 препятствие
препятствие с το εμπόδιο* бег с \препятствиеями о δρόμος μετ' εμποδίων брать \препятствие спорт, υπερνικώ το εμπόδιο* * *сτο εμπόδιοбег с препя́тствиями — ο δρόμος μετ'εμποδίων
брать препя́тствие — спорт. υπερνικώ το εμπόδιο
-
16 барьер
барьерм1. спорт. τό ἐμπόδιο[ν]:взять \барьер πηδῶ τό ἐμπόδιο;2. перен (препятствие, преграда) τό ἐμπόδιο[ν], ὁ φραγμός, τό κώλυμα. -
17 барьер
-
18 затруднение
затруднение с η δυσκολία το εμπόδιο (помеха) выйти из \затруднениея βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω* * *сη δυσκολία; το εμπόδιο ( помеха)вы́йти из затрудне́ния — βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω
-
19 преграда
преграда ж о φραγμός, το εμπόδιο; преодолеть все \преградаы υπερβαίνω όλα τα εμπόδια* * *жο φραγμός, το εμπόδιοпреодоле́ть все прегра́ды — υπερβαίνω όλα τα εμπόδια
-
20 заминка
заминкаж τό ἐμπόδιο[ν], τό σκάλωμα, τό κόμπιασμα; временная \заминка τό προσωρινό ἐμπόδιο.
См. также в других словарях:
εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… … Dictionary of Greek
εμπόδιο — το 1. ό,τι εμποδίζει, πρόσκομμα, εναντιότητα. 2. φυσικό ή τεχνητό πρόσκομμα για αναχαίτιση του εχθρού. 3. φραγμός για υπερπήδηση σε ειδικά αθλητικά αγωνίσματα: Δρόμος 110 μ. με εμπόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρματόπλεγμα — Εμπόδιο εδάφους από λείο ή αγκαθωτό σύρμα. Χρησιμοποιείται για την αναχαίτιση του εχθρικού πεζικού. Τα πρώτα σ. εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ήταν συρμάτινα δίχτυα. Αγκαθωτό σύρμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο των… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… … Dictionary of Greek
τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek